Σάλαχ ελ Ντιν

Σάλαχ ελ Ντιν
Όνομα δύο σουλτάνων. Ελληνοποιημένος τίτλος Σαλαδίνος. 1. Σ. ελ N., Γιούσεφ Ιμπν Αγιούμπ. Πρώτος σουλτάνος της δυναστείας των Αγιουβιδών της Αιγύπτου και της Συρίας (Τακρίτ, Μεσοποταμία 1138 - Δαμασκός 1193), κουρδικής καταγωγής, γνωστός και με το εξελληνισμένο όνομα Σαλαδίνος. Ο Σ. ελ Ντ. ενώ βρισκόταν στην υπηρεσία του εμίρη του Χαλεπίου και της Δαμασκού, Νουρ αντ - ντιν, κατόρθωσε το 1176 να ανακηρυχτεί σουλτάνος της Αιγύπτου και της Συρίας. Το 1183, με μια σειρά από επιδέξια πλήγματα, επέκτεινε την κυριαρχία του, εκτός από την Αίγυπτο και τη Συρία, σε μεγάλο τμήμα της Παλαιστίνης και της Αραβικής Χερσονήσου (Υεμένης), ως τη Μεσοποταμία Α, και σε εκτεταμένα τμήματα της Β. Αφρικής, ως την Τριπολίτιδα, στα Δ. Τότε οργάνωσε εκστρατεία εναντίον των διάφορων χριστιανικών ηγεμονιών της Ανατολής, που είχαν ιδρυθεί από τους πρώτους σταυροφόρους, αρχίζοντας τον «ιερό πόλεμο» που έμελλε να καταστήσει θρυλικό τ’ όνομά του στη Δύση. Τον Ιούλιο του 1187, ο Σ. νίκησε το βασιλιά της Ιερουσαλήμ Γκυ ντε Λουζινιάν στη μάχη της Χατίν, κοντά στη λίμνη της Τιβεριάδας, και το συνέλαβε αιχμάλωτο· μεταξύ Ιούλιου και Σεπτέμβριου κατάκτησε τις πόλεις Άκρα, Ναζαρέτ, Καισάρεια, Νεάπολη (Ναμπλούς), Σιδώνα, Βηρυτό, Ασκάλωνα, και τον Οκτώβριο την ίδια την Ιερουσαλήμ, προκαλώντας έτσι τη Γ’ Σταυροφορία που, παρά το γεγονός ότι μετείχαν σ’ αυτήν οι μεγαλύτεροι ηγεμόνες της Ευρώπης - Ριχάρδος της Αγγλίας (ο επιλεγόμενος Λεοντόκαρδος), Φρειδερίκος (Μπαρμπαρόσα) της Γερμανίας, Φίλιππος Αύγουστος της Γαλλίας κ.ά. - δεν κατάφερε να ανακτήσει τη χαμένη Αγία Πόλη. Το επόμενο έτος ο σουλτάνος πέθανε, αφού μοίρασε τις εκτεταμένες κτήσεις του στον αδελφό του αλ- Αντίλ και σε τρεις από τους γιους του. Ταυτόχρονα σχεδόν γεννιόταν στην Ευρώπη <- ιδιαίτερα στη Γαλλία και στην Ιταλία -ο θρύλος του Σ., που παρουσιαζόταν σαν ευγενικό πνεύμα, υπέρμαχος της θρησκευτικής του πίστης, αλλά ανθρώπινος, σοφός, μεγαλόψυχος, ιπποτικός στους αντίπαλους του, ανεκτικός και μερικές φορές υποστηρικτής του χριστιανισμού. 2. Σ. ελ Ν. ο B’ (1229-1261). Σουλτάνος (1236-1261), του Χαλεπίου και της Δαμασκού, δισέγγονος του Σ. του A’. Διαδέχτηκε τον πατέρα του το 1236 και στην αρχή βασίλεψε κάτω από την κηδεμονία της μητέρας του, η οποία πέθανε γύρω στο 1242. Ανακηρύχτηκε επίσημα σουλτάνος το 1250. Σκοτώθηκε από τους Μογγόλους του Ουλαγκού στη Δαμασκό, οι οποίοι το 1260 έκαναν επιδρομή στο κράτος του και τον συνέλαβαν. Μετά από αυτόν έσβησε η δυναστεία των Αγιουβιδών του Χαλεπίου. Ο σουλτάνος της Αιγύπτου και της Συρίας Σάλαχ ελ Ντιν ο A’, σε προσωπογραφία άγνωστου καλλιτέχνη.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • Αίγυπτος — I Κράτος της βορειοανατολικής Αφρικής και (σε μικρό μέρος) της δυτικής Ασίας.Συνορεύει στα Δ με τη Λιβύη, στα Ν με το Σουδάν και στα ΒΑ με το Ισραήλ, ενώ βρέχεται στα Β από τη Μεσόγειο θάλασσα και στα Α από την Ερυθρά θάλασσα.Η Α. (αλ… …   Dictionary of Greek

  • Ραϊμόνδος — (Raimond). Όνομα ηγεμόνων. 1. Ρ. A’ του Πουατιέ. Ηγεμόνας της Αντιόχειας (1136 1149). Ήταν δευτερότοκος γιος του Γουλιέλμου Θ’, δούκα της Ακουιτανίας. Βασιλιάς της Ιερουσαλήμ (1131 1143), παντρεύτηκε την Κωνσταντία, που ήταν κληρονόμος της… …   Dictionary of Greek

  • Ιράκ — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία του Ιράκ Έκταση: 437.072 τ. χλμ. Πληθυσμός: 24.001.816 (2002) Πρωτεύουσα: Βαγδάτη (4.478.000 κάτ. το 1995)Κράτος της νοτιοδυτικής Ασίας στη Μέση Ανατολή. Συνορεύει στα Β με την Τουρκία, στα Δ με τη Συρία και την… …   Dictionary of Greek

  • Σίβυλλα — I Βασίλισσα της Ιερουσαλήμ. Έζησε το 12o αι. μ.Χ. Κόρη του βασιλιά της Ιερουσαλήμ Αμαλάριχου A’, παντρεύτηκε αρχικά το Γουλιέλμο Μομφερατικό, μετά το θάνατο του οποίου, παντρεύτηκε το δυνάστη Γουίδονα Λουζινιάν της Κύπρου, τον οποίο ανακήρυξε… …   Dictionary of Greek

  • Γάβαλα — Αρχαία παραλιακή κωμόπολη της Συρίας με ωραίο λιμάνι, που μαζί με την Αντιόχεια, τη Σελεύκεια και την Απάμεια αποτελούσαν την ημιαυτόνομη περιοχή της Σελευκίδας. Το 638 τα Γ. κυριεύτηκαν από τον Άραβα χαλίφη Μωάβια, που έσπευσε να τα οχυρώσει με… …   Dictionary of Greek

  • Γουίδον Λουζινιάν — (12ος αι.). Βασιλιάς της Κύπρου. Έλαβε μέρος στη Σταυροφορία του 1180. Σύζυγός του ήταν η κόρη του βασιλιά της Ιερουσαλήμ Αμαλάριχου. Το 1186 νικήθηκε από τον στρατό του Σάλαχ ελ Ντιν (Σαλαδίνου) της Αιγύπτου, στην περιοχή της Τιβεριάδας, όπου… …   Dictionary of Greek

  • Κόνραντ — I (Conrad, Τουλούζ 925 – 993). Βασιλιάς της Βουργουνδίας (937 995), γνωστός ως Κ. ο Ειρηνικός. Ανήλθε στον θρόνο μετά τον θάνατο του πατέρα του, Ροδόλφου Β’. Κατά τη διάρκεια της βασιλείας του, καταδιώχθηκαν οι ομάδες των Σαρακηνών και των… …   Dictionary of Greek

  • Ναζαρέτ — (Nazerat). Πόλη (63.800 κάτ. το 2003) του Ισραήλ, πρωτεύουσα του διοικητικού διαμερίσματος Χαζαφόν (3.325 τ. χλμ., 1.001.849 κάτ. το 1997). Ταυτίζεται με την ιστορική περιοχή της Γαλιλαίας και βρίσκεται σε μια λοφώδη ζώνη περίπου 30 χλμ. στα Α… …   Dictionary of Greek

  • Σαλαδίνος — Σουλτάνος της δυναστείας των Αγιουβιδών. Βλ. λ. Σάλαχ ελ Ντιν (1) …   Dictionary of Greek

  • Χάιφα — Πόλη (222.600 κάτ.) του κράτους του Ισραήλ, πρωτεύουσα του ομώνυμου νομού (854 τ. χλμ.), στη Μεσόγειο στους πρόποδες του όρους Καρμήλου. Κυριότερο λιμάνι της χώρας, η X. είναι επίσης έδρα πολυάριθμων βιομηχανιών, ιδιαίτερα στους τομείς χημικών… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”